- ποδαρίλα
- ηδυσοσμία των ποδιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ποδαρίλα — η, Ν η δυσοσμία τών άπλυτων ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + κατάλ. ίλα (πρβλ. καπν ίλα, ξιν ίλα)] … Dictionary of Greek
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek
αρνίλα — η η μυρωδιά του αρνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αρνί + ίλα (κατάλ. ουσιαστικών τα οποία δηλώνουν συνήθως άσκημη μυρωδιά πρβλ. ξινίλα, ποδαρίλα, ψαρίλα κ.ά.)] … Dictionary of Greek